Ιστορία
Η σταδιακή εγκατάσταση Τούρκων εποίκων στις εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλίας μετά την εδραίωση της Οθωμανικής κυριαρχίας στη χώρα μας προκάλεσε πληθυσμιακές ανακατατάξεις.
Ο ανταγωνισμός για τις πεδινές βοσκές ανάμεσα στους ντόπιους και τους Τούρκους έποικους οδήγησαν τους ελληνικούς πληθυσμούς της υπαίθρου στην αναζήτηση ασφάλειας στις ορεινές περιοχές. Έτσι από τις αρχές του 15ου αιώνα οι ορεινοί οικισμοί της Πίνδου άρχισαν να πυκνώνουν. Οι πρώτες μικρές κοινωνίες των χωριών του Ασπροποτάμου συγκροτούνταν από συγγενικές ομάδες (φάρες). Κάθε φάρα είναι δυνατό να περιλαμβάνει 30-40 οικογένειες.
Ένας τέτοιος μικρός οικισμός από τους πολλούς που βρίσκονταν διασπαρμένοι σ’ όλη τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου με την ονομασία Κρανέα καταγράφει την πρώτη ιστορική του παρουσία το έτος 1520 στο φύλλο 58 α της πρόθεσης 401 της Μονής της Μεταμορφώσεως των Μετεώρων. Στην πρώτη επίσημη απογραφή των Οθωμανών που έγινε το 1455 και συμπεριελάμβανε όλους τους οικισμούς της Πίνδου δεν υπάρχει καμία αναφορά σε οικισμό με την ονομασία Κρανιά ή κάποιο παρεμφερές προς αυτό.
Η δημιουργία επομένως του πρώτου μικρού οικισμού με τις 20-25 οικογένειες που έφερε την ονομασία Κρανέα έγινε στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το χωριό μας τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της πρώτης γραπτής μνείας του οικισμού δηλαδή τη χρονική περίοδο μεταξύ 1460 και 1520.
Η επόμενη παρουσία του χωριού μας με την ονομασία Κρανήα δηλώνεται στην πρόθεση 215 του έτους 1614 που υπάρχει στη βιβλιοθήκη της μονής Βαρλαάμ και στην οποία περιλαμβάνονται τα ονόματα των κατοίκων των ορεινών οικισμών που αφιέρωσαν χρήματα (αφιερωτών) στη Μητρόπολη Σταγών. Για ένα περίπου αιώνα η πληθυσμιακή κατάσταση στην Κρανιά αλλά και γενικότερα στην Πίνδο δεν αλλάζει. Στις αρχές όμως του 17ου αιώνα εκδηλώνονται στην ευρύτερη περιοχή τρομερές επιδημίες ευλογιάς και χολέρας. Ακολουθεί το 1720 μια χειρότερη επιδημία πανούκλας η οποία ξεκληρίζει ολόκληρους οικισμούς αναγκάζοντας την πλειοψηφία των κατοίκων που επέζησαν σε μαζική μετακίνηση.
Οι μαρτυρίες των παλαιότερων Κρανιωτών όπως σφυρηλατούνται στην αλυσίδα των γενεών, αναφέρουν ότι ο μεγάλος πυρήνας των οικογενειών που συμπλήρωσαν τους αρχικά εγκατεστημένους στην Κρανιά ήταν εγκατεστημένος στη τοποθεσία «Γκορτσιά» πολύ κοντά όπου βρίσκεται σήμερα το Παλιοχώρι. Τον αρχικό πυρήνα των οικογενειών της Γκορτσιάς ακολούθησαν και άλλες οικογένειες που προέρχονταν από οικιστικούς πυρήνες της γύρω περιοχής και ένιωθαν το ίδιο απειλούμενες από τις μεταδοτικές ασθένειες της περιοχής. Ευνοούμενοι από συγκυρίες, όπως η σχετικά μακρά περίοδο ηρεμίας που επικράτησε στην περιοχή αλλά και η εξάλειψη των επιδημιών, οι προπάτορές μας έβαλαν τα θεμέλια μιας αρχικά κοινωνίας, η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε μια ευημερούσα κοινότητα.
Τα επαγγέλματα και οι ασχολίες
Οι πρώτοι κάτοικοι των οικισμών που σχηματίζονταν στην Πίνδο δημιουργούν αρχικά στο δύσκολο ορεινό ανάγλυφο μικρά χωράφια για καλλιέργεια. Στις πρώτες γεωργικές ασχολίες προστίθεται και η οικόσιτη κτηνοτροφία. Κάθε οικογένεια εκτρέφει μικρό αριθμό ζώων για να καλύψει τις ανάγκες των μελών της. Με το πέρασμα του χρόνου υλοτομούν το δάσος και εκμεταλλεύονται την ξυλεία Κατασκευάζουν διάφορα έπιπλα για το σπίτι, όπως τραπέζια, τάβλες, βουτσέλες, γκλίτσες και άλλα. Στο κρανιώτικο ρέμα με τη σταθερή ροή αρχίζουν να κινούνται οι μυλόπετρες, τα νεροπρίονα, τα μαντάνια και οι ντριστέλες του νεοσύστατου χωριού.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Κρανιά μ’ ένα ευρύ φάσμα επαγγελμάτων διατηρούσε μια μικτή οικονομία. Αλλού κτηνοτροφική (τσελιγκάδες, τσοπάνηδες), αλλού βιοτεχνική (τυροκομικά, υφαντά) συνάμα δε και εμπορική (κυρατζήδες, ταβερνιάρηδες, κρεοπώλες, σιδηρουργοί, σαμαράδες, κ.α). Σε μικρότερη κλίμακα διατηρούνταν η αγροτική παραγωγή (πατάτα, καλαμπόκι, σιτάρι).
Με το άνοιγμα των εμπορικών οδών προς την τότε ελεύθερη Ελλάδα δημιουργείται η κάστα των πραματευτάδων οι οποίοι ζούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από το χωριό στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας και της Κύπρου στην αρχή ως εμπορικοί αντιπρόσωποι της βιοτεχνικής παραγωγής της Κρανιάς και αργότερα ως μεταπράτες και διακινητές πολλών και διαφορετικών εμπορευμάτων.
Το χωριό έφθασε στο απόγειο της ανάπτυξής του την περίοδο 1885-1943 όταν ο πληθυσμός του έφθασε τους 4.000 περίπου κατοίκους (η 2η μετά τα Τρίκαλα κωμόπολη του Ν. Τρικάλων) ενώ ο αριθμός των παραγωγικών ζώων άγγιξε τις 32.000.
Οι Εκκλησίες της Κρανιάς
Στην κοινότητα της Κρανιάς ανήκουν ο ναός της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Δημητρίου, το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, το ναΰδριο του Αγίου Νικολάου και ο ναός της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Οι καταστροφές του χωριού
Στους τέσσερις περίπου αιώνες της ύπαρξής της γνώρισε πολλές δοκιμασίες. Απογυμνώθηκε από ληστρικές επιδρομές αντιμετώπισε το βάρβαρο μένος των αρβανιτών αλλά και φιλόδοξων Ελλήνων οπλαρχηγών και ισοπεδώθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές. Η έλλειψη επαρκών γραπτών στοιχείων την περίοδο 1600-1870 έδωσε υπερβολικές διαστάσεις, που συχνά άγγιζαν τα όρια του μύθου, στις καταστροφές που συνέβησαν στο χωριό. Αντίθετα οι γραπτές μαρτυρίες των επόμενων δεκαετιών μας δίνει την δυνατότητα για μια αντικειμενικότερη αποτίμηση των πραγματικών δεινών που έπληξαν την Κρανιά.
Η πρώτη λεηλασία της Κρανιάς έγινε στις 3 Απριλίου 1824 από τον αρματολό των Αγράφων και μετέπειτα ήρωα της επανάστασης Γεώργιο Καραϊσκάκη. Θέλοντας να εκδικηθεί τον οπλαρχηγό του Ασπροπόταμου Νικολό Στορνάρη εισέβαλε στην Κρανιά και τα άλλα χωριά της περιοχής λεηλατώντας τα. Δεν υπάρχουν πάντως μαρτυρίες για πυρπολήσεις και άλλες βιαιοπραγίες κατά την διάρκεια της παραμονής του Καραϊσκάκη στην Κρανιά.
Το πιο τραγικό όμως κεφάλαιο της ιστορίας της Κρανιάς γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1943 με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στον ορεινό όγκο της Πίνδου. Το μεσημέρι της 23ης Οκτωβρίου ένας λόχος 80 περίπου ανδρών αποσπάται από την κύρια δύναμη και εισέρχεται στο χωριό. Τις πρώτες δύο μέρες προχωρά σε αναγνωριστικές της περιοχής κινήσεις ανακαλύπτοντας τους ομαδικούς τάφους των 78 Γερμανών στρατιωτών που είχαν εκτελεστεί κοντά στο Μοναστήρι της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Δίδεται τότε το σύνθημα για την πυρπόληση του χωριού. Πυρπολούνται 766 σπίτια και εκτελούνται εν ψυχρώ οι 7 υπερήλικες κάτοικοι που είχαν παραμείνει σ’ αυτό. Όρθια αλλά μισοκαμμένα παρέμειναν μόνο 11 σπίτια.
Η Ανοικοδόμηση
Στο τέλος της δραματικής δεκαετίας του 1940 οι κρανιώτες επιστρέφουν στο χώριο. Η οικονομική δραστηριότητα δεν θα επιστρέψει αλλά σιγά-σιγά χτίζονται πάλι τα σπίτια και ανοικοδομούνται οι εκκλησίες. Με επίμονους εράνους, με πίστη και αυταπάρνηση, οι κρανιώτες θα καταφέρουν να αναστηλώσουν πλήρως το Ναό Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (ΕΔΩ), στον οποίο γιορταζόταν, πανηγυρικά, από όλους τους κρανιώτες αλλά και από κατοίκους γειτονικών χωριών, η Κοίμηση της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου αλλά όπου και πολλοί κρανιώτες βαπτίζαν τα παιδιά τους ακόμη και πριν το τέλος των εργασιών.
Το όλο και μεγαλύτερο πλήθος στον περίγυρο του ασφυκτικά γεμάτου Ναού την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου ήταν η εικόνα της αναγέννησης της Κρανιάς.
Μετά το τέλος της αναστήλωσης, εντελώς αναπάντεχα, ο Ναός διεκδικήθηκε από την Μονή Αγίου Στεφάνου Μετεώρων. Είναι γεγονός ότι με την αποχώρηση του τελευταίου μοναχού το 1924 ο ναός είχε περιέλθει, βάση νόμου, στην, ανδρική τότε, μονή του Αγίου Στεφάνου η οποία όμως, μεταπολεμικά, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την αναστήλωσή του, ούτε επενέβει με τον οποιονδήποτε τρόπο στην λειτουργία του από το τέλος του πολέμου έως το 2004. Σήμερα, προς μεγάλη λύπη όλων μας, ο Ναός παραμένει σιωπηλός την ημέρα της 15ης Αυγούστου.
Το χωριό απέκτησε αρκετά νωρίς το δικό του δίκτυο ύδρευσης και στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ηλεκτροδοτήθηκε. Η καλή κατάσταση του οδικού δικτύου επιτρέπει πλέον την πρόσβαση στην Κρανιά κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου.
Βλάχοι ντι λα Κόρνο
Η Κρανιά αποτελεί μέρος των βλαχοφώνων χωριών της Ελλάδας αν και η βλάχικη ομιλείται πλέον ελάχιστα. Πρόκειται για γλώσσα προφορικής παράδοσης, τοπική εξέλιξη της λαϊκής λατινικής που κυριαρχούσε στην Βαλκανική και στο Βυζάντιο έως και τα τέλη του 6ου αιώνα και προφανώς απέμεινε στους απομονωμένους πληθυσμούς. Αυτά τα συμπεράσματα που επιτρέπει, σήμερα, η τεκμηριωμένη ιστορική έρευνα συμπίπτουν με την κρανιώτικη συνείδηση και παράδοση.
Στα δύο σχολεία που λειτουργούσαν από την απελευθέρωση μέχρι το τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο διδασκόταν πάντα τα ελληνικά. Οι κρανιώτες, όπως και οι άλλοι Έλληνες βλάχοι ήταν δίγλωσσοι με τα βλάχικα να χρησιμοποιούνται στο στενό περιβάλλον μέχρι που το επίπεδο μόρφωσης επέβαλε τα ελληνικά. Το όνομα του χωριού στα βλάχικα είναι Λα Κόρνο. Από τον Οκτώβριο 2015 ο Σύλλογός μας οργανώνει μαθήματα βλάχικων της κρανιώτικης/ασπροποταμίτικης διαλέκτου για την εκμάθηση και κυρίως για την καταγραφή.